- σκληρόπετσος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που έχει σκληρό δέρμα2. (κυρίως μτφ.) α) αυτός που διακρίνεται για τα σκληρά του αισθήματα, άσπλαχνος, ανάλγητοςβ) σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις κακουχίες και στον σωματικό πόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + πέτσα (πρβλ. χοντρό-πετσος)].
Dictionary of Greek. 2013.